Τμήμα Γεωλογίας

Έλη και Τυρφώνες | Ερευνητικά Αντικείμενα | Ερευνητική Ομάδα Ενεργειακών Πρώτων Υλών

Η τύρφη είναι ένα χαλαρό, οργανογενές (οργανικής προέλευσης) και οργανικό (οργανικής σύστασης) καύσιμο ίζημα, που σχηματίζεται με συσσώρευση περισσότερο ή λιγότερο αποσυντεθειμένων και χουμιωμένων φυτικών συστατικών στα έλη και σε συνθήκες έλλειψης ατμοσφαιρικού αέρα. Ο σχηματισμός και η απόθεση τύρφης αναφέρονται ως τυρφογένεση. Σε φυσική κατάσταση η περιεκτικότητα της τύρφης σε νερό είναι >75% κ.β. και σε ανόργανα συστατικά <50% κ.β. (στην ξηρή μάζα). Η τύρφη αποτελεί το αρχικό ίζημα, από το οποίο προέρχονται όλοι οι άλλοι γαιάνθρακες.

Έλος είναι εδαφική έκταση, στην οποία μόνιμα λιμνάζουν αβαθή νερά. Έλη σχηματίζονται συνήθως εκεί, όπου συρρέουν όμβρια, πηγαία ή επιφανειακά νερά και εμποδίζεται η απορροή τους από γεωμορφολογικούς κυρίως παράγοντες. Για να σχηματιστεί ένα έλος, πρέπει να ισχύει η γενική σχέση: Ε+ Β³ ΕΑ + Κ + ΕΔ, όπου Ε: η ποσότητα επιφανειακού νερού που κατ’ έτος εισρέει στο έλος, Β: η ποσότητα των ετήσιων μετεωρικών κατακρημνισμάτων, ΕΑ: η ποσότητα που κατ’ έτος απορρέει επιφανειακά από το έλος, Κ: η ποσότητα νερού που κατ’ έτος κατεισδύει, ΕΔ: η ποσότητα που εξατμίζεται και διαπνέεται στην ατμόσφαιρα μέσα σε ένα έτος. Η διαφορά μεταξύ των μελών της ανισότητας δίνει την ποσότητα νερού που συγκρατείται στο έλος κάθε χρόνο.

Στα έλη αναπτύσσεται πλούσια βλάστηση, που διακρίνεται σε ελόβια και υδρόβια. Τα ελόβια φυτά αναπτύσσονται στα μέρη του έλους, στα οποία η στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα είναι κοντά στην εδαφική επιφάνεια (λίγο πιο πάνω ή λίγο πιο κάτω από αυτήν), ενώ σε πιο βαθιά νερά ευδοκιμούν τα υδρόβια φυτά. Από τα ελόβια κι εν μέρει τα υδρόβια φυτά και τα υπολείμματά τους προέρχονται τα φυτικά συστατικά, που συνιστούν την τύρφη.

Ελος, στο οποίο έχει αποτεθεί τύρφη ή ακολουθία στρωμάτων τύρφης με ενδεχόμενη συμμετοχή και άλλων οργανικών ιζημάτων, συνολικού πάχους τουλάχιστον 30 cm, καλείται τυρφώνας.

Ανάλογα με τη μορφολογία και γενικά τον τρόπο σχηματισμού τους - τα έλη και κατ' επέκταση και - οι τυρφώνες διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες:

χαμηλοί ή κατω-τυρφώνες, που σχηματίζονται σε τοπογραφικά χαμηλές περιοχές, όπου συγκεντρώνονται και λιμνάζουν νερά. Επειδή η γένεσή τους εξαρτάται από την τοπογραφία, λέγονται και τοπογενείς. Η τροφοδοσία τους γίνεται με επιφανειακά και υπόγεια νερά, πλούσια σε ανόργανα, θρεπτικά για τα φυτά συστατικά, γι' αυτό χαρακτηρίζονται ευτροφικοί.

υψηλοί ή ανω-τυρφώνες, των οποίων η επιφάνεια βρίσκεται υψηλότερα από τη μέση εδαφική στάθμη της γύρω περιοχής. Η τροφοδοσία τους γίνεται αποκλειστικά με μετεωρικά κατακρημνίσματα, γι' αυτό και καλούνται ομβρογενείς ή ομβροτροφικοί. Λόγω της χαμηλής περιεκτικότητας των μετεωρικών κατακρημνισμάτων σε θρεπτικά συστατικά, χαρακτηρίζονται ολιγοτροφικοί και διαθέτουν βλάστηση πενιχρή από πλευράς ειδών. Στις εύκρατες περιοχές η βλάστηση αποτελείται κυρίως από βρυόφυτα με κύριους εκπροσώπους τα σφάγνα.

ενδιάμεσοι ή μεταβατικοί τυρφώνες αναπτύσσονται συνήθως στις όχθες δυστροφικών λιμνών ή στο τελευταίο στάδιο της εξέλιξης ενός τοπογενούς τυρφώνα, που λόγω ευνοϊκών κλιματικών συνθηκών μετατρέπεται σταδιακά σε ομβρογενή. Οι οικολογικές συνθήκες, η βλάστηση, οι αποθέσεις κλπ. διαθέτουν χαρακτηριστικά και των δύο άλλων τύπων. Η έκταση, το πάχος και η σημασία τους είναι πολύ περιορισμένες.

Ελόβια Φυτά | Φωτογραφίες

Ελόβια Φυτά | Φωτογραφίες

Butomus umbellatus

Butomus umbellatus

Carex flacca 01

Carex flacca 01

Carex flacca 02

Carex flacca 02

Cladium mariscus 01

Cladium mariscus 01

Cladium mariscus 02

Cladium mariscus 02

Cyperus longus 01

Cyperus longus 01

Cyperus longus 02

Cyperus longus 02

Eriophorum

Eriophorum

Eriophorum vaginatum

Eriophorum vaginatum

Juncus communis

Juncus communis

Iris pseudacorus

Iris pseudacorus

Lythrum salicaria

Lythrum salicaria

Scirpus lacustris 01

Scirpus lacustris 01

Scirpus lacustris 02

Scirpus lacustris 02

Sphagnum

Sphagnum

Υδρόβια Φυτά | Φωτογραφίες

Υδρόβια Φυτά | Φωτογραφίες

Azzola filiculoides

Azzola filiculoides

Nymphaea alba 01

Nymphaea alba 01

Nymphaea alba 02

Nymphaea alba 02

Έλη και Τυρφώνες στην Ελλάδα

Έλη και Τυρφώνες στην Ελλάδα

Τα περισσότερα έλη και κοιτάσματα τύρφης του Ελληνικού χώρου ανήκουν στην κατηγορία των κατω-τυρφώνων. Οι κλιματικές συνθήκες δεν επέτρεψαν τη γένεση ανω-τυρφώνων. Σε ορεινές περιοχές της Βόρειας Ελλάδας έχουν εντοπιστεί ενδιάμεσα έλη και τυρφώνες (περιοχές Ελατιάς, Λαϊλιά, Βόρα) περιορισμένης έκτασης και πάχους.

Σε πολλούς τυρφώνες διακόπηκε η τυρφογένεση με την αποξήρανσή τους πριν από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και στις πρώτες δεκαετίες που ακολούθησαν, όπως στους Φιλίππους, την Κορώνη, την Αγουλινίτσα, στις εκβολές των ποταμών Αξιού, Αλιάκμονα και Αχελώου. Σε άλλους πάλι η τυρφογένεση συνεχίζεται μέχρι σήμερα, όπως π.χ. στις όχθες των λιμνών Χειμαδίτιδας, Μικρής Πρέσπας, Παμβώτιδας, στα έλη Νησιού, Καλοδικίου, Κεριού.

Τα σημαντικότερα γνωστά κοιτάσματα τύρφης είναι αυτά των Φιλίππων (Αν. Μακεδονία), του Νησιού (Ν. Πέλλας), του Καλοδικίου (Ν. Θεσπρωτίας) και της Κορώνης (Ν. Πρέβεζας).


Σχηματικός χάρτης της Ελλάδας με τα σημαντικότερα έλη (κύκλοι), υπάρχοντες τυρφώνες (τετράγωνα) και κατεστραμμένεους τυρφώνες (τρίγωνα):

    1: Ελατιά,

    2: Λαϊλιάς,

    3: Φίλιπποι,

    4: Νησί,

    5: Καλή Πεδιάδα,

    6: Βόρας,

    7: ΜικρήΠρέσπα,

    8: Χειμαδίτιδα,

    9: Ιωάννινα,

    10:Καλοδίκι,

    11: Κορώνη,

    12: Βουλκαριά,

    13:Κατούνα,

    14: Κερί,

    15: Αγουλινίτσα,

    16:Χωτούσα,

    17: Άγιος Φλώρος,

    18: Κωπαΐδα.

Φίλιπποι:Η ενδοηπειρωτική λεκάνη Δράμας-Φιλίππων σχηματίστηκε κατά το Ανω-Μειόκαινο μέχρι Κατω-Πλειόκαινο από την τεκτονική βύθιση τμήματος της κρυσταλλοσχιστώδους μάζας της Ροδόπης. Στο νότιο τμήμα, στην επιμέρους λεκάνη των Φιλίππων διατηρήθηκαν κατά τα τελευταία 700.000 χρόνια περίπου οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την τυρφογένεση με αποτέλεσμα να σχηματιστεί το μεγαλύτερο σε πάχος (>190 m) κοίτασμα τύρφης στον κόσμο. Διακρίνονται δύο στιβάδες τυρφωδών στρωμάτων: η ανώτερη, που δεν περικλείει ενδιάμεσες αποθέσεις, έχει μέγιστο πάχος 68 m, μέση υγρασία 86%, κατώτερη θερμαντική ικανότητα (Κ.Θ.Ι.) 5.400 kcal/kg (επί ξηρής και ελεύθερης τέφρας τύρφης), και η κατώτερη στιβάδα με συνολικό μέγιστο πάχος 134 m, από τα οποία το αθροιστικό πάχος των οργανογενών αποθέσεων ανέρχεται σε 98 m, μέση υγρασία 68% και Κ.Θ.Ι. 5.800 kcal/kg.

Στους βαθύτερους ορίζοντες του κοιτάσματος η ενανθράκωση είναι εντονότερη με αποτέλεσμα η τύρφη να μεταπίπτει σε μαλακό λιγνίτη. Τα βέβαια γεωλογικά αποθέματα υπολογίστηκαν σε 4.300 Μm3, που αντιστοιχούν σε ένα δισεκατομμύριο τόνους τύρφης χωρίς υγρασία.

Στις αρχές της δεκατίας του '70 σχεδιάστηκε η εκμετάλλευση του ανώτερου τμήματος του κοιτάσματος μέχρι βάθους 13 m. Προβλεπόταν η εξόρυξη περίπου 360 Μm3, που αντιστοιχoύν σε 75 Μt ξηρής τύρφης, ποσότητα ικανή να τροφοδοτήσει σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής συνολικής ισχύος 375 ΜW για 25 χρόνια. Το έργο εγκαταλήφθηκε εξαιτίας αντιδράσεων των κατοίκων της περιοχής. Αν βέβαια προχωρήσει η εξόρυξη του γειτονικού λιγνιτικού κοιτάσματος της Δράμας, τότε θα επανεξεταστεί το θέμα της εκμετάλλευσης του τυρφώνα Φιλίππων.

Νησί: Το κοίτασμα καταλαμβάνει έκταση 5 km2 περίπου. Το πάχος της τύρφης κυμαίνεται μεταξύ 7 και 10 m. Η τυρφογένεση άρχισε κατά το τέλος της τελευταίας παγετώδους περιόδου και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η τύρφη έχει υγρασία 80-90%, μέση τέφρα 28% (επί ξηρού) και Κ.Θ.Ι. 5.200 kcal/kg (επί ξηρού και χωρίς τέφρα). Τα βέβαια αποθέματα ανέρχονται σε 50 Μt. Η Δ.Ε.Η. σχεδίαζε παλιότερα την εγκατάσταση θερμοηλεκτρικού σταθμού στην περιοχή, το έργο όμως δεν προχώρησε.

Καλοδίκι: Ο τυρφώνας βρίσκεται στο νότιο τμήμα του Ν. Θεσπρωτίας και καταλαμβάνει έκταση 2 km2 περίπου. Η τυρφογένεση ξεκίνησε πριν από 30.000 χρόνια περίπου. Το μέσο πάχος της τύρφης είναι 3,5 m (μέγιστο 10,6 m), τα αποθέματα ανέρχονται σε 5,5 Mm3. Η υγρασία της τύρφης κυμαίνεται μεταξύ 75 και 88% και η τέφρα επί ξηρού μεταξύ 13 και 58%. Σκέψεις για εκμετάλλευση της τύρφης δεν υπάρχουν.

Κορώνη: Ο τοπογενής τυρφώνας της Κορώνης σχηματίστηκε σ' ένα επιμέρους τεκτονικό βύθισμα της ευρύτερης λεκάνης της Αχερουσίας. Η τύρφη έχει υγρασία 60-80%, τέφρα 25-39% και Κ.Θ.Ι. 5.100 kcal/kg (επί ξηρού και χωρίς τέφρα). Τα βέβαια αποθέματα ανέρχονται σε 3,6 Μt και τα τεχνικά και οικονομικά απολήψιμα σε 2,9 Μt. Λόγω του μικρού μεγέθους του κοιτάσματος και της μεγάλης απόστασης από τα θερμοηλεκτρικά εργοστάσια προτάθηκε – αλλά ουδέποτε υλοποιήθηκε – η χρησιμοποίηση της τύρφης σε γεωργικές εφαρμογές.